- χλαμύδες
- χλαμύςshort mantlefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυλώδης — ες (ΑΜ ξυλώδης, ῶδες) [ξύλον] αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα 2.φρ. «ξυλώδες φυτό» το φυτό που έχει… … Dictionary of Greek
παλουδαμέντα — παλουδαμέντα, τὰ (Α) οι χλαμύδες που φορούσαν οι Ρωμαίοι στρατηγοί πάνω από την πανοπλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paludamentum «χλαμύδα»] … Dictionary of Greek
παραπέτασμα — το, ΝΜΑ [παραπετάννυμαι] 1. υφασμάτινο συνήθως προκάλυμμα που κρεμιέται για να κρύψει ή να απομονώσει κάτι («σκηνήν... παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην», Ηρόδ.) 2. μτφ. πρόσχημα («ταῑς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
Κοπρέας — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κήρυκας του Ευρυσθέα, γιος του Πέλοπα και πατέρας του Περιφήτου, ο οποίος ακολούθησε τον Αγαμέμνονα στην Τροία. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση σκότωσε τον Ίφιτο και κατέφυγε στον Ευρυσθέα στις Μυκήνες, όπου εξαγνίστηκε … Dictionary of Greek